- ἐπινίφει
- ἐπινί̱φει , ἐπινίφωpres ind mp 2nd sgἐπινί̱φει , ἐπινίφωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινίφω — ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι 2. απρόσ. επινίφει εξακολουθεί να χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»] … Dictionary of Greek